νεοπηγης

νεοπηγης
    νεοπηγής
    νεο-πηγής
    2
    недавно укрепленный или недавно построенный
    

(Ῥώμη Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νεοπηγης" в других словарях:

  • νεοπηγής — νεοπηγής, ές (Α) 1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο 2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ πηγής, καινο πηγής] …   Dictionary of Greek

  • νεοπηγέα — νεοπηγής lately built neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεοπηγής lately built masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπηγέας — νεοπηγής lately built masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπηγέος — νεοπηγής lately built masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοπήγνυτος — νεοπήγνυτος, ον (Α) νεοπηγής·. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηγνυτος (< πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»